Αποσπάσματα

"[...] Κι άλλα ψέματα. Κάποτε θα πέσει το βουνό με τα ψέματα που έχεις πει, και θα πλακώσει όχι μόνο εσένα, Κατερίνα, μα και όσους σε περιβάλλουν. Και να το ξέρεις. Σε ένα ψέμα αντιστοιχούν χιλιάδες. Σε κάθε ερώτηση, πρέπει να ξεχνάς την αλήθεια σου και να ασπάζεσαι το ψέμα σου. Βούλιαξε μέσα του. Πρώτα μάθε όμως να κολυμπάς, γιατί η θάλασσα που δημιούργησες έχει γίνει άγρια. Πρόσεχε [...]".
"[...] Την ανάγκασε να σηκωθεί, μάζεψαν τα λιγοστά πράγματά τους σε δύο πλαστικές σακούλες, και ξεκίνησαν. Για μια καινούργια ζωή που όπως και οι δύο ήθελαν, δε θα θύμιζε σε τίποτα την προηγούμενη. Έμπλεξαν τα χέρια τους, και άρχισαν να ξεμπλέκουν τον μίτο της ιστορίας η μία της άλλης, που τόσο καιρό περίμενε υπομονετικά να ξετυλιχθεί. Τα λόγια ξεχύνονταν σαν χείμαρροι από μέσα τους. Λυτρώθηκαν. Και τελικά, έδειχναν να φτάνουν πολύ κοντά στη νέα τους ζωή. Στη νέα πραγματικότητα. Όμως πρώτα η Κατερίνα είχε να αποπληρώσει κάτι παλιούς λογαριασμούς. Όλα θα γίνονταν. Κάποτε. Τότε [...]".
"Πρωί Δευτέρας. Η ώρα είναι 07:00 και εγώ έχω ήδη ξυπνήσει. Η μυρωδιά του ελληνικού καφέ ξεχύνεται από την πήλινη κούπα στην άκρη του γραφείου μου. Δίνω την τελική πρόοδο σήμερα, για το μάθημα «Οικονομία και Δίκαιο». Ανοίγω το βιβλίο και βλέπω τις υπογραμμίσεις και τους πλαγιότιτλους να χορεύουν νωχελικά στο χαρτί. Μετά, ακολουθεί η ατελείωτη χαρτούρα των σημειώσεων. Τις ανοίγω και διαβάζω την πρώτη γραμμή: «Χιουμ- Πώς να πιστέψεις κάποιον που ισχυρίζεται πως έγινε ένα θαύμα», σταματάω εκεί και αγγίζω την ένδειξη για αποδοχή κλήσης στο κινητό μου [...]".
"Αγαπώ τις απογευματινές επισκέψεις στα μουσεία. Αυτές τις επισκέψεις που κάνει κανείς πριν τον καφέ, μετά τις υποχρεώσεις. Αυτές που οι έγνοιες φεύγουν, σβήνοντας πάνω στις πινελιές ενός πίνακα, στις κυρτώσεις ενός γλυπτού, στα γρανάζια ενός μηχανήματος, στις σκιές μιας φωτογραφίας, μαζί με τις τελευταίες ακτίδες του ηλίου.
Αγαπώ τα βήματα των επισκεπτών στις σκάλες. Βαριά, ελαφρά, ενθουσιώδη, βαριεστημένα. Μπορείς να καταλάβεις πολλά από τα βήματά τους. Άλλοι περπατούν με ελαφρά αγωνία, σχεδόν χοροπηδώντας στα σκαλιά, άλλοι περπατούν δειλά, άλλοι περπατούν έντονα, άλλοι σίγουρα και άλλοι με ενθουσιασμό. Υπάρχουν και αυτοί που περπατούν βαριεστημένα, ίσως από κούραση, ίσως από απροθυμία. Όμως όλοι περπατούν συγχρονισμένα. Δεν είναι απαραίτητο πως πατούν ταυτόχρονα στο δεξί ή το αριστερό τους πόδι, όμως περπατούν κατά τρόπο τέτοιο, που δημιουργούν μουσική [...]".
"Γλυπτών Παλιννόστησις"
"[...] Οι κόρες οι άλλες οι ψηλές,
οι όμορφες Καρυάτιδες,
κλαίγανε νύχτα- μέρα,
για τη χαμένη αδερφή- για τη χαμένη φίλη,
που όλοι μας εχάσαμε
και όλοι πεθυμούμε.
Είθε η κόρη η πιο μικρή,
αυτή η ξενιτεμένη,
να 'ρθει ξάφνου ένα πρωί,
τον ήλιο να φωτίσει
και την ελπίδα στις καρδιές,
και πάλι να χαρίσει".
(2016)
(2017)